- μυρμηκό-βιος
μυρμηκό-βιος, wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρμηκό-βιος, wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιρόβιος — ον, Μ αυτός που ζει σαν χοίρος («χοιρόβιον... τυγχάνειν καὶ κτηνώδη τὸν... κράτορα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βιος (< βίος), πρβλ. μυρμηκό βιος] … Dictionary of Greek