- μυρό-βροχος
μυρό-βροχος, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρό-βροχος, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νειλόβροχος — νειλόβροχος, ον (Α) (για χώρα ή αγρό) αυτός που ποτίζεται από τον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + βροχος (< βροχή ή βρέχω) πρβλ. ελαιό βροχος, μυρό βροχος] … Dictionary of Greek
ποντόβροχος — ον, Α αυτός που πνίγηκε στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + βροχος (< βρέχω), πρβλ. μυρό βροχος] … Dictionary of Greek