- μυρό-χριστος
μυρό-χριστος, mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρό-χριστος, mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
μυρόχριστος — μυρόχριστος, ον (Α) αλειμμένος με μύρο, με άρωμα («μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό χριστος] … Dictionary of Greek
νεόχριστος — νεόχριστος, ον (ΑΜ) μσν. (για πρόσ.) αυτός που μόλις χρίσθηκε, δηλ. αυτός που μόλις αλείφθηκε με θείο μύρο αρχ. (για τοίχο) αυτός που μόλις σοβαντίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χριστός (< χρίω), πρβλ. ψευδό χριστος] … Dictionary of Greek