- μυρό-πωλις
μυρό-πωλις, ιδος, ἡ, fem. zu μυροπώλης; Ar. Eccl. 841; Asclpds. 27 (V, 181).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρό-πωλις, ιδος, ἡ, fem. zu μυροπώλης; Ar. Eccl. 841; Asclpds. 27 (V, 181).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεκανόπωλις — λεκανόπωλις, ώλιδος, ἡ (Α) η πωλήτρια λεκανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό πωλις, μυρό πωλις] … Dictionary of Greek