μυρτίς

μυρτίς

μυρτίς, ίδος, ἡ, die Myrthenkrone; Diphil. bei Ath. II, 52 e; Pol. ib. XIV, 651 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυρτίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίς — Τραγουδίστρια και λυρική ποιήτρια από την Ανθηδώνα της αρχαίας Βοιωτίας. Λέγεται ότι δίδαξε την τέχνη της στην Κόριννα και στον Πίνδαρο. * * * μυρτίς, ἡ (ΑΜ) ο καρπός τής μύρτου, το μύρτο 2. μυρτίδανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίς (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυρτίδα — μυρτίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίδας — μυρτίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίδες — μυρτίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίδος — μυρτίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυρτίδων — Μύρτις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίδων — μυρτίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίσι — μυρτίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίσιν — μυρτίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”