- προ-εμ-βιβάζω
προ-εμ-βιβάζω, vorher hineinbringen, τοὺς Λακεδαιμονίους εἰς τὴν πρὸς τὸ ἔϑνος ἀπέχϑειαν, Pol. 2, 45, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εμ-βιβάζω, vorher hineinbringen, τοὺς Λακεδαιμονίους εἰς τὴν πρὸς τὸ ἔϑνος ἀπέχϑειαν, Pol. 2, 45, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek