μυρσινίτης

μυρσινίτης

μυρσινίτης, ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυρσινίτης — wine flavoured with myrtle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μυρσινίτην — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσινίτου — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρσινίτῃ — μυρσινίτης wine flavoured with myrtle masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρτίτης — ο (Α μυρτίτης) 1. το ποώδες φυτό μυρσινίτης 2. (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί ή αρωματιστεί με μυρσίνη, ο μυρσινίτης («μυρτίτης οἶνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • μυρρινίτης — μυρρινίτης, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. μυρσινίτης …   Dictionary of Greek

  • μυρσινάτος — μυρσινάτος, ον (Α) [μύρσινος] 1. αυτός που περιέχει μυρσίνη ή που είναι φτειαγμένος από μυρσίνη 2. φρ. α) «μυρσινᾱτον ἔλαιον» έλαιο αρωματισμένο με χυμό μυρσίνης β) «μυρσινάτος οἶνος» μυρσινίτης, κατασκευασμένος από μυρσίνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”