- βυρσεύς
βυρσεύς, ὁ, der Gerber; Aesop.; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βυρσεύς, ὁ, der Gerber; Aesop.; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βυρσεύς — βυρσεύς, ο (Α) [βύρσα] ο βυρσοδέψης … Dictionary of Greek
βυρσεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσεῖς — βυρσεύς masc acc pl βυρσεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσεῖ — βυρσεύς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσέος — βυρσεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσέων — βύρσα skin stripped off fem gen pl (epic ionic) βυρσεύς masc gen pl βυρσέω̆ν , βυρσεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσέως — βυρσέω̆ς , βυρσεύς masc gen sg βυρσεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
усмарь — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (βυρσεύς) кожевник; (σκυτότομος) сапожник … Словарь церковнославянского языка
вюрсисъ — ВЮРСИС|Ъ (1*), А с. βυρσεύς Кожевник: в семь манастыри… || …быша числа ра(д) мѣста и братьи множьства. ремества различна швець. ·е͠і· кузнець ·з҃· древодѣлѩ ·д҃· скифисъ ·е͠і· скютоми ·е͠і· вюрсисъ ·к҃· ѡгородникъ ·к҃· плугаревъ ·н҃· писець… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek