βρῡχή

βρῡχή

βρῡχή, , das Zähneklappern, -knirschen, ὀδόντων Ap. Rh. 2, 83 u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 5, 392.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρυχή — βρυχή, η (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. ο βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρύχω με τη σημ. 1. και < βρυχώμαι με υποχωρητικό σχηματισμό με τη σημ. 2.] …   Dictionary of Greek

  • βρυχή — gnashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχᾶν — βρυχή gnashing fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχήν — βρυχή gnashing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχῶν — βρυχή gnashing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυχομανία — η η συνήθεια να τρίζει κανείς τα δόντια του, κυρίως στον ύπνο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρυχή «τρίξιμο των δοντιών» + μανία] …   Dictionary of Greek

  • βρύκω — και βρύχω (Α) 1. μασώ με θόρυβο 2. τρώω λαίμαργα 3. δαγκώνω 4. κομματιάζω, κατασπαράζω 5. τρίζω τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βάση των βρύκω και βρύχω θεωρείται το εκφραστικό στοιχείο βρυ , που απαντά ίσως και στα βρυν, βρύχιος, βρυχώμαι. Εάν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • κινηθμός — κινηθμός, ὁ (Α) κίνηση, ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη (πρβλ. ε κινή θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, ελκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμός — ο (ΑΜ ὀγκηθμός) κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα αρχ. μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός, μυκη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • ορχηθμός — ὀρχηθμός, ὁ (Α) χορός, όρχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρχοῦμαι «χορεύω» + επίθημα θμος (πρβλ. βρυχη θμός)] …   Dictionary of Greek

  • σκιρτηθμός — ὁ, Α (ποιητ. τ.) σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα θμός (πρβλ. βρυχη θμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”