- βρῖθος
βρῖθος, τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρῖθος, τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek
βρῖθος — weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθει — βρί̱θει , βρίθω to be heavy pres ind mp 2nd sg βρί̱θει , βρίθω to be heavy pres ind act 3rd sg βρί̱θει , βρῖθος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρί̱θεϊ , βρῖθος weight neut dat sg (epic ionic) βρί̱θει , βρῖθος weight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθη — βρί̱θη , βρῖθος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρί̱θη , βρῖθος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fracht, die — Die Fracht, plur. die en. 1) Die Ladung eines Wagens oder Schiffes, welche man einem Fuhrmanne oder Schiffer zu verführen anvertrauet, so viel dessen Wagen oder Schiff an Waaren fassen und fortschaffen kann. Mit voller Fracht fahren, oder volle… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
επιβριθής — ἐπιβριθής, ές (Α) αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βριθής (< βρίθος «βάρος»)] … Dictionary of Greek
εριβριθής — ἐριβριθής, ές (Α) ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βριθής (< βρίθος)] … Dictionary of Greek
ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
καταβριθής — καταβριθής, ές (Α) 1. φορτωμένος, πιεζόμενος 2. φορτικός, ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριθής (< βρίθος «βάρος»), πρβλ. εμ βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] … Dictionary of Greek