- προ-κακίζομαι
προ-κακίζομαι, vorher schlecht werden, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κακίζομαι, vorher schlecht werden, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκακίζομαι — Α γίνομαι κακός εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κακίζομαι (< κακός)] … Dictionary of Greek