- βρῑθοσύνη
βρῑθοσύνη, ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριϑοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων | βριϑοσύνῃ, 12, 460 πέσε δὲ λίϑος εἴσω | βριϑοσύνῃ. – Nonn. D. 1, 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρῑθοσύνη, ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριϑοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων | βριϑοσύνῃ, 12, 460 πέσε δὲ λίϑος εἴσω | βριϑοσύνῃ. – Nonn. D. 1, 298.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] … Dictionary of Greek
βριθοσύνη — βρῑθοσύνη , βριθοσύνη weight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνῃ — βρῑθοσύνῃ , βριθοσύνη weight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθοσύνης — βρῑθοσύνης , βριθοσύνη weight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)