βριθύς — βριθύς, εῑα, ύ (Α) [βρίθω] βαρύς … Dictionary of Greek
βριθύς — βρῑθύς , βριθύς heavy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθέα — βρῑθέα , βριθύς heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βρῑθέᾱ , βριθύς heavy fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βρῑθέα , βριθύς heavy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθύ — βρῑθύ , βριθύς heavy masc voc sg βρῑθύ , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βριθύτερον — βρῑθύτερον , βριθύς heavy masc acc sg βρῑθύτερον , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БРИТОЛИТ — [βριθυς (бритис) тяжелый] м л, (Na, Се, Ca)5[F|(SiO4, РО4)3]. Гекс. Габ. призм. Желтый до бурого. Бл. алмазный. Тв. 5. Уд. п. 4,2 4,7. В нефелиновых сиенитах и их пегматитах; в гранитных пегматитах; в контактово… … Геологическая энциклопедия
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek
βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] … Dictionary of Greek
βριθύκερως — βριθύκερως, ων (Α) αυτός που έχει βαριά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + κερως < κέρας (πρβλ. αιγόκερως, βούκερως κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] … Dictionary of Greek
βριθεῖ — βρῑθεῖ , βριθύς heavy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)