βρῑθύς

βρῑθύς

βρῑθύς, εῖα, ύ, schwer, wuchtvoll, Hom. sechsmal, als Epitheton von ἔγχος, in der Form βριϑύ, Versanfang, neben μέγα στιβαρόν, ἔγχος βριϑὺ μέγα στιβαρόν Iliad. 5, 746. 8, 390. 16, 141. 802. 19, 388 Odyss. 1, 100. – Compar. βριϑύτερος Aesch. Ag. 200.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βριθύς — βριθύς, εῑα, ύ (Α) [βρίθω] βαρύς …   Dictionary of Greek

  • βριθύς — βρῑθύς , βριθύς heavy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθέα — βρῑθέα , βριθύς heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βρῑθέᾱ , βριθύς heavy fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βρῑθέα , βριθύς heavy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθύ — βρῑθύ , βριθύς heavy masc voc sg βρῑθύ , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βριθύτερον — βρῑθύτερον , βριθύς heavy masc acc sg βρῑθύτερον , βριθύς heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БРИТОЛИТ — [βριθυς (бритис) тяжелый] м л, (Na, Се, Ca)5[F|(SiO4, РО4)3]. Гекс. Габ. призм. Желтый до бурого. Бл. алмазный. Тв. 5. Уд. п. 4,2 4,7. В нефелиновых сиенитах и их пегматитах; в гранитных пегматитах; в контактово… …   Геологическая энциклопедия

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

  • βριθοσύνη — βριθοσύνη, η (Α) βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς] …   Dictionary of Greek

  • βριθύκερως — βριθύκερως, ων (Α) αυτός που έχει βαριά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + κερως < κέρας (πρβλ. αιγόκερως, βούκερως κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] …   Dictionary of Greek

  • βριθεῖ — βρῑθεῖ , βριθύς heavy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”