- βρώσιμος
βρώσιμος, eßbar, Aesch. Prom. 479; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα com. bei Clem. Al. Strom. 7 p. 305; Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρώσιμος, eßbar, Aesch. Prom. 479; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα com. bei Clem. Al. Strom. 7 p. 305; Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρώσιμος — eatable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμος — η, ο (AM βρώσιμος, ον) [βρώσις] ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος … Dictionary of Greek
βρώσιμος — η, ο ο φαγώσιμος: Δεν υπήρχαν άλλα βρώσιμα παρά ψωμί και ελιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρώσιμον — βρώσιμος eatable masc/fem acc sg βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμοις — βρώσιμος eatable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμους — βρώσιμος eatable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρωσίμων — βρώσιμος eatable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμα — βρώσιμος eatable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώσιμοι — βρώσιμος eatable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
снедный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βρώσιμος) употребляемый или годный в пищу. … … Словарь церковнославянского языка
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek