- βράκια
βράκια, τά, VLL. = βράκαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βράκια, τά, VLL. = βράκαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βράκια — braccae neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρακίων — βράκια braccae neut gen pl βράκος long robe neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… … Dictionary of Greek
BRACCAE — apud Ael. Lamprid. in Alexandro Sever. c. 46. extr. Fasiis semper usus est, braccas semper habuit; ἀναξυρίδες Graecorum sunt; quâ utrâque voce feminalia, tibialia et pedulia, h. e. feminales et crurales et pedules fascias, non raro comprehendunt… … Hofmann J. Lexicon universale
BRACCATA Gallia — vulgi La Provence. Nomen habet a braccis, quae Isidoro sic dictae videntur, quod sint breves, et corporis verenda iis velentur, quasi dicas βραχεῖς ἐςθῆται. Imo Braccae sunt βράκη, vel βράκια, h. e. ῤάκη vel ῥἀκια, inquit Casaubonus, qui minime… … Hofmann J. Lexicon universale
αναβρακάτος — η, ο 1. με ανασηκωμένα τα βρακιά, ανασκουμπωμένος, μαχητικός «κόκορας αναβρακάτος και σιδερομουστακάτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βρακάτος] … Dictionary of Greek
βομβωνάρια — βομβωνάρια, τα (Μ) [βομβών] βρακιά, περισκελίδες … Dictionary of Greek
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek