βράγχια

βράγχια

βράγχια, τά, Fischkiemen, Arist. H. A. 2, 13; vgl. Theocr. 11, 54; auch = βρόγχια, Arist. H. A. 8, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βραγχία — βραγχίᾱ , βραγχιάω pres imperat act 2nd sg βραγχίᾱ , βραγχιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους …   Dictionary of Greek

  • βράγχια — τα τα αναπνευστικά όργανα πολλών υδρόβιων ζώων, τα σπάραχνα των ψαριών: Από τα βράγχια καταλαβαίνουμε αν τα ψάρια είναι φρέσκα ή μπαγιάτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βράγχια — βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραγχιάσω — βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor subj act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω fut ind act 1st sg (attic doric) βραγχιά̱σω , βραγχιάω aor ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραγχιάτην — βραγχιά̱την , βραγχιάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράγχι' — βράγχια , βράγχιον fin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… …   Dictionary of Greek

  • αβράγχιος — α, ο [βράγχια] 1. ο δίχως βράγχια 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που δεν έχει καταφανή βράγχια …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”