- βρομιάς
βρομιάς, άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρομιάς, άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρομιάς — βρομιάς, η (Α) 1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II) * 2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού … Dictionary of Greek
Βρομίας — Βρομίᾱς , Βρόμιος sounding fem acc pl Βρομίᾱς , Βρόμιος sounding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομίας — βρομίᾱς , βρόμιος sounding fem acc pl βρομίᾱς , βρόμιος sounding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομιάδι — βρομιάς large cup fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομιάδος — βρομιάς large cup fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… … Dictionary of Greek