βροντηδόν

βροντηδόν

βροντηδόν, donnerartig, Or. Sib.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βροντηδόν — (AM) [βροντή] επίρρ. σαν βροντή, βροντερά …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”