- προ-ενεγκεῖν
προ-ενεγκεῖν, aor. II. zu προφέρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ενεγκεῖν, aor. II. zu προφέρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προένεξις — έξεως, ή, ΜΑ μσν. η προηγούμενη αναφορά σε κάτι αρχ. 1. η παρουσίαση 2. η προφορά, ο τρόπος εκφώνησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ φέρω, πρβλ. αόρ. προενεγκεῖν (βλ. και λ. ενεγκείν), πρβλ. κατ ένεξις] … Dictionary of Greek