- βροτόεις
βροτόεις, εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βροτόεις, εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βροτόεις — βροτόεις, εσσα, εν (Α) [βρότος] κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα … Dictionary of Greek
βροτόεις — gory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεν — βροτόεις gory masc voc sg βροτόεις gory neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντα — βροτόεις gory neut nom/voc/acc pl βροτόεις gory masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντι — βροτόεις gory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντ' — βροτόεντα , βροτόεις gory neut nom/voc/acc pl βροτόεντα , βροτόεις gory masc acc sg βροτόεντι , βροτόεις gory masc/neut dat sg βροτόεντε , βροτόεις gory masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεσσ' — βροτόεσσα , βροτόεις gory fem nom/voc sg βροτόεσσαι , βροτόεις gory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)