- βραδύ-νοος
βραδύ-νοος, von langsamem Geiste, stumpfsinnig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδύ-νοος, von langsamem Geiste, stumpfsinnig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσόνους — ουν, Α αυτός που έχει εξαιρετική διάνοια, μεγάλη αντίληψη, έξοχο νου («περισσόνους κούρη» Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + νους / νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. βραδύ νους] … Dictionary of Greek
παχύνους — ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, οον, Α αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύ νους] … Dictionary of Greek
στερρόνους — ουν, Α αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύ νους, οξύ νους] … Dictionary of Greek