- βραδύ-γλωσσος
βραδύ-γλωσσος, von langsamer Zunge, Sprache, LXX.; Luc. Philop. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδύ-γλωσσος, von langsamer Zunge, Sprache, LXX.; Luc. Philop. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλύγλωσσος — θηλύγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
θρασύγλωσσος — και θρασύγλωττος, ον (ΑΜ) ο θρασυγλωσσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος)] … Dictionary of Greek
καθαρόγλωσσος — η, ο αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, ξενό γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
κουφόγλωσσος — κουφόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά ασυλλόγιστα, ακριτόμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, ξενό γλωσσος] … Dictionary of Greek
ταχύγλωσσος — η, ο / ταχύγλωσσος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά γρήγορα νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ… … Dictionary of Greek
τριχόγλωσσος — ο, Ν ζωολ. ψιττακόμορφο πτηνό τής Αυστραλίας, τής Νέας Γουινέας και τής Πολυνησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
ωκύγλωσσος — ον, Μ αυτός που έχει γρήγορη γλώσσα, που μιλάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος] … Dictionary of Greek