βραδύνω

βραδύνω

βραδύνω, 1) langsam machen, verzögern, ἡ ὁδὸς βραδύνεται Soph. El. 1493; vgl. O. C. 1624; gew. – 2) intrans., zögern, säumen, Aesch. Suppl. 711 (u. ebenso med., Spt. 605); Soph. Phil. 1386; Eur. Heracl. 733; Ar. Vesp. 230; Plat. Rep. VII, 528 d, im Ggstz von σπεύδω; öfter Sp.; ὁ πόλεμος, geht langsam vorwärts, App. B. C. 2, 47; περί τι, etwas aufschieben, Long.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βραδυνῶ — βραδύνω make slow fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδυνεῖ — βραδύνω make slow fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βραδύνω make slow fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσαις — βραδύνω make slow fut part act fem dat pl (attic epic doric) βραδῡνούσαις , βραδύνω make slow pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσης — βραδύνω make slow fut part act fem gen sg (attic epic) βραδῡνούσης , βραδύνω make slow pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσῃ — βραδύνω make slow fut part act fem dat sg (attic epic) βραδῡνούσῃ , βραδύνω make slow pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδῦνον — βραδύνω make slow pres part act masc voc sg βραδύνω make slow pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνεῖς — βραδύνω make slow fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”