- βραδυ-μαθής
βραδυ-μαθής, ές, langsam lernend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-μαθής, ές, langsam lernend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek