- βραδυ-κίνητος
βραδυ-κίνητος, sich langsam bewegend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-κίνητος, sich langsam bewegend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοξοκίνητος — λοξοκίνητος, ον (Μ) αυτός που κινείται πλαγίως («λοξοκίνητος κύκλος» η εκλειπτική). [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. αυτο κίνητος, βραδυ κίνητος] … Dictionary of Greek
πολυκίνητος — η, ο / πολυκίνητος, ον, ΝΑ 1. αυτός που κινείται πολύ («τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ πολυμέριμνον», Αριστοτ.) 2. αυτός που κινείται σε πολλά μέρη νεοελλ. 1. ευκίνητος, ταχυκίνητος 2. φρ. «πολυκίνητο αντανακλαστικό» ιατρ. αυξημένο αντανακλαστικό,… … Dictionary of Greek
ταχυκίνητος — η, ο / ταχυκίνητος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυ κίνητος] … Dictionary of Greek