- βραδυ-τόκος
βραδυ-τόκος, langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-τόκος, langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροτόκος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει νερό («ῥεέθρων ὑγροτόκους ὠδῑνας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. βραδυ τόκος, θηλυ τόκος] … Dictionary of Greek