- βραδυ-πείθής
βραδυ-πείθής, ές, langsam, schwer zu überreden, gehorchend, Agath. 21. 22 (V, 287, 289); Nonn. D. 4, 313 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-πείθής, ές, langsam, schwer zu überreden, gehorchend, Agath. 21. 22 (V, 287, 289); Nonn. D. 4, 313 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek