- βραδυ-πόρος
βραδυ-πόρος, langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδυ-πόρος, langsam gehend, Plut.; bes. = schwer zu verdauen, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροπόρος — ον, ΜΑ ὑγροπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πόρος (< πόρος), πρβλ. βραδυ πόρος] … Dictionary of Greek
ταχύπορος — η, ο / ταχύπορος, ον, ΝΑ, αρσ. και ταχυπόρος Ν αυτός που πορεύεται, που κινείται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πορος (πρβλ. βραδυ πόρος)] … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek