βραχιονιστήρ

βραχιονιστήρ

βραχιονιστήρ, ῆρος, ὁ, Armband, Plut. Rom. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βραχιονιστήρας — ο (Α βραχιονιστήρ) νεοελλ. [βραχίων] 1. τμήμα πανοπλίας, το οποίο καλύπτει τον βραχίονα 2. περιβραχιόνιο αρχ. βραχιόλι …   Dictionary of Greek

  • δεριστήρ — ( ῆρος), ο (Α) περιλαίμιο αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη, κατά το πρότυπο τού βραχιονιστήρ < βραχίων. Η λ. παραδίδεται με δύο ρ (δερριστήρ), πράγμα που οφείλεται είτε σε διαλεκτική χρήση είτε πιθανότερον σε παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το… …   Dictionary of Greek

  • βραχιονιστῆρα — βραχῑονιστῆρα , βραχιονιστήρ armlet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχιονιστῆρας — βραχῑονιστῆρας , βραχιονιστήρ armlet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχιονιστήρων — βραχῑονιστήρων , βραχιονιστήρ armlet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • merk-1, merĝ-, merǝk-, merǝĝ - —     merk 1, merĝ , merǝk , merǝĝ     English meaning: to rot     Deutsche Übersetzung: “morschen, faulen, einweichen”     Note: originally = (mer ), merk “aufreiben” (see 737), though already grundsprachlich through die relationship auf die… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”