- βραχύ-βιος
βραχύ-βιος, von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-βιος, von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιγόβιος — ὀλιγόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον η βραχύτητα τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βίος, πρβλ. βραχύ βιος] … Dictionary of Greek
καλόβιος — καλόβιος, ον (Α) αυτός που ζει ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ βιος, μακρό βιος] … Dictionary of Greek
λιμνόβιος — α, ο (Α λιμνόβιος, ον) αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιμνόβιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, βραχύ… … Dictionary of Greek
τραχύβιος — ον, Μ αυτός που ζει τραχύ, σκληρό βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + βιος (< βίος), πρβλ. βραχύ βιος] … Dictionary of Greek
βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek