- βραχύ-κωλος
βραχύ-κωλος, mit kurzen Gliedern, Schenkeln, σφενδόνη Strab. 3, 5, 1; von der Rede, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-κωλος, mit kurzen Gliedern, Schenkeln, σφενδόνη Strab. 3, 5, 1; von der Rede, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκωλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο σημείο 2. το ουδ. ως ουσ. το κατάκωλο α) το εσώτατο σημείο β) μυχός κόλπου. επίρρ... κατάκωλα 1. στο εσώτατο σημείο 2. στον μυχό κόλπου ή λιμανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωλος (< κῶλον «έντερο»), πρβλ.… … Dictionary of Greek