- βραχύ-πολις
βραχύ-πολις, der wenig Städte hat, Eust. p. 317 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-πολις, der wenig Städte hat, Eust. p. 317 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόπολις — ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α (λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχ. 1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι η αγάπη προς την πόλη, προς την … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek