- βραχύ-πτολις
βραχύ-πτολις, ἡ, Kleinstadt, Lycophr. 911.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχύ-πτολις, ἡ, Kleinstadt, Lycophr. 911.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόπολις — ι, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλόπτολις Α (λόγιος τ.) αυτός που αγαπά την πόλη στην οποία γεννήθηκε, την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχ. 1. (γενικά) αυτός που αγαπά την πόλη, που τού αρέσει η πόλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπολι η αγάπη προς την πόλη, προς την … Dictionary of Greek