- βραχυ-βιότης
βραχυ-βιότης, ητος, ἡ, das kurze Leben, Arist.; von Pflanzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχυ-βιότης, ητος, ἡ, das kurze Leben, Arist.; von Pflanzen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek