- βραχυ-κέφαλος
βραχυ-κέφαλος, Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραχυ-κέφαλος, Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχιδνοκέφαλος — ἐχιδνοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει κεφάλι οχιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ κέφαλος, δολιχο κέφαλος] … Dictionary of Greek
θυννοκέφαλος — θυννοκέφαλος, ὁ (Α) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με αυτό τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ κέφαλος, δολιχο κέφαλος] … Dictionary of Greek
κρανιοκέφαλος — κρανιοκέφαλος, ον (Μ) ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίον + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ κέφαλος, δολιχο κέφαλος] … Dictionary of Greek