- πρηγματεύομαι
πρηγματεύομαι, ion. = πραγματεύομαι, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηγματεύομαι, ion. = πραγματεύομαι, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηγματεύομαι — Α ιων. τ. βλ. πραγματεύομαι … Dictionary of Greek
πρηγματευθέντες — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηγματευσάμενοι — πραγματεύομαι busy oneself aor part mp masc nom/voc pl πρηγματεύομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)