- βραυκανάομαι
βραυκανάομαι, brüllen, Nic. Al. 221; s. βρυχανάομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραυκανάομαι, brüllen, Nic. Al. 221; s. βρυχανάομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραυκανᾶσθαι — βραυκανάομαι cry pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραυκανάαται — βραυκανάομαι cry pres ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)