βρόχθος

βρόχθος

βρόχθος, , 1) die Kehle, Theocr. 3, 54. – 2) ein Schluck (ὀλίγον πόμα Schol. Nic. Th. 366), Hippocr.; Ep. ad. 98 (XI, 298), od. Fläschchen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βρόχθος — βρόχθος, ο (Α) 1. ο φάρυγγας 2. κατάποση μικρής ποσότητας υγρού, γουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα θος απαντά σε λέξεις που σημαίνουν μέλος του σώματος (πρβλ. γνάθος, γρόνθος, στήθος). Συνδέεται με τα μσν. άνω γερμ. Krage «λαιμός», μσν …   Dictionary of Greek

  • βρόχθος — throat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχθοιο — βρόχθος throat masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχθον — βρόχθος throat masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχθου — βρόχθος throat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχθους — βρόχθος throat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχθων — βρόχθος throat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροχθίζω — (AM) [βρόχθος] 1. καταβροχθίζω, καταπίνω 2. καθαρίζω τον λαιμό …   Dictionary of Greek

  • βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… …   Dictionary of Greek

  • γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» …   Dictionary of Greek

  • εύμασθος — εὔμασθος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίους, καλοκαμωμένους μαστούς, ωραίο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μασθός, υστερογενής τ. τού μαστός, αναλογικά πλασμένος προς άλλες ονομασίες μερών τού σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”