- προ-εδρεύω
προ-εδρεύω, Vorsitzer sein, Aesch. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εδρεύω, Vorsitzer sein, Aesch. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek