- βρωμάτιον
βρωμάτιον, τό, dim. von βρῶμα, Ath. III, 111 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρωμάτιον, τό, dim. von βρῶμα, Ath. III, 111 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμαία — η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.) αρχ. 1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και… … Dictionary of Greek