- βρωσείω
βρωσείω, desiderat. zu βιβρώσκω, gleichsam essern, d. h. Hunger haben, Callim. frg. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρωσείω, desiderat. zu βιβρώσκω, gleichsam essern, d. h. Hunger haben, Callim. frg. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek