- Νειλο-μέτριον
Νειλο-μέτριον, τό, Nilmesser, eine in einer Grube angebrachte Säule, an der man das Steigen u. Fallen des Nils bemerkte, Strab. 17, 1, 48, Heliod. 9, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Νειλο-μέτριον, τό, Nilmesser, eine in einer Grube angebrachte Säule, an der man das Steigen u. Fallen des Nils bemerkte, Strab. 17, 1, 48, Heliod. 9, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek