ΝΙΨ

ΝΙΨ

ΝΙΨ, als nom. ungebräuchlich, wovon der oben erwähnte acc. νίφα abgeleitet wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νίψ — νίφα snow fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… …   Dictionary of Greek

  • νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] …   Dictionary of Greek

  • νίψιμο — το (Μ νίψιμον) νεοελλ. πλύσιμο τού προσώπου και τών χεριών με νερό μσν. 1. νερό για πλύσιμο προσώπου και χεριών 2. καλλωπισμός προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω, πρβλ. αόρ. ἔ νιψ α, + κατάλ. ιμο] …   Dictionary of Greek

  • πολυνιφής — ές, Α αυτός που έχει πολλά χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο νιφής] …   Dictionary of Greek

  • πολύνιφος — ον, Α ο πολυνιφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νιφος (< νίφα, ποιητ. αιτ. τού *νίψ «χιόνι»), πρβλ. δύσ νιφος] …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • neigʷ- —     neigʷ     English meaning: to wash     Deutsche Übersetzung: “waschen”     Grammatical information: pass. participle nigʷ to     Material: O.Ind. nē nēkti “wascht, purifies, cleans”, Aor. anüikšīt, pass. nijyatē, participle niktá , ninikta… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”