μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… … Dictionary of Greek
μόγος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγω — μόγος toil masc nom/voc/acc dual μόγος toil masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγοι — μόγος toil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγοιο — μόγος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγοις — μόγος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγοισι — μόγος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγον — μόγος toil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγου — μόγος toil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγους — μόγος toil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόγων — μόγος toil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)