μῖσος — hate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
μίσος — το 1. η απέχθεια και η εχθρότητα προς κάποιον του οποίου το κακό επιθυμείς: Ένιωθε μίσος για τη μητριά της. 2. μεγάλη αποστροφή προς κάτι: Έχει μίσος για τα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φιλομίσως — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλο μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόμισος (< φιλ(ο) * + μισος [< μῖσος], πρβλ. φανερό μισος) + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ненависть — НЕНАВИСТ|Ь (104), И с. Ненависть: боле вьсего ѥсть зъла˫а ненависть братьнѧ. (ἡ μισαδελφία) Изб 1076, 188; по повиньномѹ бо и вина вс˫ако. и ненависть (τὸ... βδελυκτόν) ЖФСт XII, 110; падени˫а же таковыѧ части. сѹть всѣмъ ˫авѣ зависть. ненависть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
μισανθρωπία — η (ΑΜ μισανθρωπία) [μισάνθρωπος (Ι)] το να αισθάνεται κανείς μίσος προς τους ανθρώπους, η εχθρότητα, η αποστροφή προς τους ανθρώπους νεοελλ. το να αποφεύγει κανείς τη συναναστροφή με τους ανθρώπους από μίσος, το παράλογο μίσος προς τους ανθρώπους … Dictionary of Greek