- ΛΑΘεῖν
ΛΑΘεῖν, aor. II. zu λανϑάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΛΑΘεῖν, aor. II. zu λανϑάνω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθεῖν — λανθάνω escape notice aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LOT — fil. Haran. Gen. c. 11. v. 27. etc. 14. v. 12. et 16. quem δίκαιον vocat D. Petrus 2. Ep. c. 2. v. 7. Vide Ioseph. Antiqq. l. 1. Eius ux. cum intueretur ulterius post eum, statua salis effecta est. Gen. c. 19. v. 1, 5, 6, 9, 10, 12, 14, 15, 23,… … Hofmann J. Lexicon universale
κατασκευασμός — κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω] επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… … Dictionary of Greek
προβατογνώμων — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα 2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῑν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + γνώμων … Dictionary of Greek