- ΛΈΧ
ΛΈΧ, Wurzel von λέχος u. a., s. λέγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΛΈΧ, Wurzel von λέχος u. a., s. λέγω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λεχ — (Lech). Ποταμός (248 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που διαρρέει την Αυστρία και τη Γερμανία. Πηγάζει από τις βορειοδυτικές πλαγιές των Άλπεων του Λεχτάλτερ. Η έκταση της λεκάνης απορροής του είναι 4.100 τ. χλμ. Στο… … Dictionary of Greek
Βαλέσα, Λεχ — (Lech Walesa, Ποπόβο, Πολωνία 1943 –). Πολωνός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας (1990 95). Εργαζόμενος ως ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία Λένιν του Γκντάνσκ δραστηριοποιήθηκε έντονα στο συνδικαλιστικό κίνημα, πρωτοστατώντας σε… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Lambda Epsilon Chi — Infobox University letters=ΛΕΧ name= Lambda Epsilon Chi ΛΕΧ established=1999 type= Honorary: Paralegal Studies location= Lambda Epsilon Chi (ΛΕΧ) is a national academic honor society for paralegal students. Lambda Epsilon Chi recognizes students… … Wikipedia
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
Αλγαϊκές Άλπεις — (Allgauer Alpen). Οροσειρά στα γερμανοαυστριακά σύνορα. Βρίσκονται στα δυτικά των Ασβεστολιθικών Άλπεων, ανάμεσα στη λίμνη Κωνστάντια (Μπόντεν) και την κοιλάδα του ποταμού Λεχ, δεξιού παραπόταμου του Δούναβη. Εκτείνονται από Δ προς Β,… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Lesche (Architektur) — Lesche (griechisch λέσχη, Plural: λέσχαι leschai) bezeichnet in der Antike einen Versammlungsraum oder ein Gebäude, in dem man zusammensitzen, verhandeln und reden konnte. Inhaltsverzeichnis 1 Funktion 2 Lesche der Knidier … Deutsch Wikipedia
Lesche der Knidier — Lesche (griechisch λέσχη, Plural: leschai) bezeichnet in der Architektur der Antike einen Versammlungsraum oder ein Gebäude, in dem man zusammensitzen, verhandeln und reden konnte. Bisweilen diente die Lesche auch als Herberge. Als solche und als … Deutsch Wikipedia
Μνημώ — Μνημώ, ἡ (Α) η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων + κατάλ. ώ (πρβλ. λεχ ώ)] … Dictionary of Greek
Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek