- ΚΡΟΞ
ΚΡΟΞ, s. κροκη; davon κρόκα u. κρόκες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ΚΡΟΞ, s. κροκη; davon κρόκα u. κρόκες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
krek-1 (-k̂-?) — krek 1 ( k̂ ?) English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen”, also vom Festschlagen of Gewebes, of Einschlages in the Weberei, daher also “weben, Gewebe” Material: Gk. κρέκω “hit, klopfe; schlage das Gewebe fest”, κρόκη … Proto-Indo-European etymological dictionary