ΚΌΠος

ΚΌΠος

ΚΌΠος, , 1) das Schlagen, der Schlag; Aesch. bei Aristoph. Ran. 1265 Φϑιῶτ' Ἀχιλλεῦ, τί ποτ' ἀνδροδάϊκτον ἀκούων ἰὴ κόπον οὐ πελάϑεις ἐπ' ἀρωγάν (Aesch. frgm. Dind. 1251; – bes. das Schlagen der Brust, als Zeichen der Wehklage, planctus, κόπων οἴκτειρε μὴ 'πολωλότας Aesch. Suppl. 206. – 2) Ermüdung nach der Anstrengung, Mattigkeit; κόπῳ παρεῖσϑαι Eur. Phoen. 859; ὑπὸ κόπου παρεῖσϑαι Bacch. 643; καματηρός Ar. Lys. 541; κόποι καὶ ὕπνοι Plat. Rep. VII, 537 b; Xen. re equ. 4, 2; Sp., κόπῳ δαμείς Anacr. 31, 5. Auch von einer Krankheit, ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ Soph. Phil. 868.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • κόπος — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο 1. μόχθος, κούραση. 2. αμοιβή για τους κόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποις — κόπος striking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπον — κόπος striking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπου — κόπος striking masc gen sg κοπόω weary pres imperat act 2nd sg κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”