Κύπρις

Κύπρις

Κύπρις, ιδος, ἡ, Beiname der Aphrodite, s. nom. pr. Auch oft als Appellativum, Liebe, Liebesgenuß; τὴν τῶν ἐλευϑέρων ὑφαρπάζειν Κύπριν Ar. Eccl. 722, worauf folgt ἀλλὰ παρὰ τοῖς δούλοισι κοιμᾶσϑαι, vgl. Thesm. 205; οἴνου δὲ μηκέτ' ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις Eur. Bacch. 773; so auch sonst bei Dichtern; vgl. noch Opp. Hal. 4, 235 οὐ γάρ τοι μία Κύπρις ἐφήνδανεν οὐδὲ μί' εὐνή, Schol. γυνή; Hesych. erklärt auch πόρνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κύπρις — a Venus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …   Dictionary of Greek

  • Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Киприда — (Κυπρίς или Κυπρία) прозвище Афродиты, называемой так по острову Кипру, который считался ее любимым местопребыванием. Здесь, преимущественно в городах Пафе и Амафунте и на горе Идалии, особенно процветал культ Афродиты …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κύπρι — Κύπρις a Venus fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπριδα — Κύπρις a Venus fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπριδας — Κύπρις a Venus fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπριδι — Κύπρις a Venus fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπριδος — Κύπρις a Venus fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπριν — Κύπρις a Venus fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”